- ἀθετήσῃς
- ἀθετέωset at naughtaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀθετήσηις — ἀθετήσῃς , ἀθετέω set at naught aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας … Dictionary of Greek
σκούντρα — η, Ν 1. βίαιη ώθηση, σπρώξιμο, σκουντιά 2. μτφ. δυσχέρεια, ξαφνικό εμπόδιο («μη αθετήσης αμέσως για μια σκούντρα το σκοπό που χες αποφασίσει», Σαίξπηρ, μετφρ. Θεοτόκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αραβ. προελεύσεως] … Dictionary of Greek
δημεύσιμος — η, ο αυτός που είτε υπόκειται σε δήμευση είτε μπορεί να δημευτεί: Σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, η περιουσία του είναι δημεύσιμη εξολοκλήρου, σε περίπτωση αθέτησής τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)